- χρυσαττικόν
- χρυσαττικόςgolden Atticneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσαττικός — όν, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσαττικόν α) λευκός αττικός οίνος β) είδος σιροπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀττικός] … Dictionary of Greek